- ῥιζικόν
- ῥιζικόςofmasc acc sgῥιζικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρίζικον — τὸ, Α [ῥίζα] διακινδύνευση … Dictionary of Greek
ριζικό — το / ῥιζικόν, ΝΜ πεπρωμένο, μοίρα, τύχη (α. «ανάθεμα το ριζικό, ανάθεμα την ώρα», Ερωτόκρ. β. «καὶ εἰ μὲν ἔλθῃ ῥιζικὸν τὸν πόλεμον κερδῄσει», Χρον. Μορ.) νεοελλ. 1. μαθ. σύμβολο που υποδεικνύει την εξαγωγή ρίζας, το οποίο για την τετραγωνική ρίζα … Dictionary of Greek
риск — род. п. а. Заимств. из франц. risquе от ит. risico – то же, которое восходит к греч. ῥιζικόν утес : ῥίζα подножие горы (И. Шмидт, Мiscell. Аsсоli 389; М. Любке 602). Сюда же – рисковать – через франц. risquer, ит. risicare, первонач. – *… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Risiken — Dieser Artikel wurde aufgrund inhaltlicher Mängel auf der Qualitätssicherungsseite des Portals Wirtschaft eingetragen. Du kannst helfen, indem Du die inhaltlichen Mängel beseitigst oder Dich an der Diskussion beteiligst. Ein Risiko ist die… … Deutsch Wikipedia
ρέζιγος — η, ο, Ν αυτός που δεν εμπνέει ασφάλεια, ανασφαλής, επισφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γενουατ. rezegu < γενουατ. risico < ριζικόν] … Dictionary of Greek